Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γενικός γραμματέας

  • 1 секретарь

    секретарь м в рази. знач. о γραμματέας; генеральный \секретарь о γενικός γραμματέας
    * * *
    м в разн. знач.
    ο γραμματέας

    генера́льный секрета́рь — ο γενικός γραμματέας

    Русско-греческий словарь > секретарь

  • 2 генеральный

    генеральный в разн. знач. γενικός· \генеральный секретарь партии о γενικός γραμματέας του κόμματος
    * * *
    в разн. знач.

    генера́льный секрета́рь па́ртии — ο γενικός γραμματέας του κόμματος

    Русско-греческий словарь > генеральный

  • 3 секретарскийрь

    секретарский||рь
    м ὁ γραμματέας [-εύς]:
    генеральный \секретарскийрьрь ὁ γενικός γραμματέας· личный \секретарскийрьрь ὁ ἰδιαίτερος γραμματέας· ученый \секретарскийрьрь ἐπιστημονικός γραμματέας.

    Русско-новогреческий словарь > секретарскийрь

  • 4 генеральный

    генеральный
    прил γενικός:
    \генеральныйая линия партии ἡ γενική γραμμή τοῦ κόμματος· \генеральный секретарь ὁ γενικός γραμματέας· \генеральный консул ὁ γενικός πρόξενος· \генеральный план τό γενικό σχέδιο· \генеральныйая репетиция ἡ γενική δοκιμή· \генеральный штаб τό γενικό ἐπιτελείο.

    Русско-новогреческий словарь > генеральный

  • 5 генеральный

    επ.
    γενικός•

    генеральный секретарь γενικός γραμματέας•

    -ая линия партии γενική γραμμή του κόμματος•

    -ая уборка γενική καθαριότητα•

    генеральный план γενικό πλάνο•

    генеральный консул γενικός πρόξενος•

    -ая стачка γενική απεργία•

    генеральный штаб γενικό επιτελείο•

    -ая репетиция γενική πρόβα.

    Большой русско-греческий словарь > генеральный

См. также в других словарях:

  • γραμματέας — και γραμματεύς, ο, η (AM γραμματεύς) [γράμμα] δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος εκτελεί γραφική υπηρεσία ή είναι υπεύθυνος για την τήρηση τών πρακτικών ή τη διεκπεραίωση τής αλληλογραφίας νεοελλ. φρ. «Γενικός Γραμματέας» αξιωματούχος… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομμάτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών και πολιτικών από την Κατούνα της Ακαρνανίας. 1. Γεώργιος (; – 1703). Προεστός του Κάρλελι. Ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Κατούνα. 2. Γεώργιος (1771 – Αθήνα 1836). Γιος του Μήτσου (11.).… …   Dictionary of Greek

  • Παπαλεξάνδρου, Κωνσταντίνος — (1891 – 1978). Έλληνας δημοσιογράφος από την Αργαλαστή Βόλου. Σπούδασε ιατρική, αλλά από το 1915 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε ως συντάκτης, χρονογράφος, αρχισυντάκτης και διευθυντής με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Πάλλης, Αλέξανδρος — I (Πειραιάς 1851 – Λίβερπουλ 1935). Έλληνας λογοτέχνης και μεταφραστής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό. Φοίτησε για λίγο στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ύστερα πήγε στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Παπατσώνης, Τάκης (Παναγιώτης) — (Αθήνα 1895 – 1976). Έλληνας ποιητής και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, γενικός διευθυντής, σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ειδικός οικονομικός σύμβουλος, γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»